CONCHA Purpuraria — Hebr. chilzon (quae vox alias in genere Cochleam denotat,) Deuteronom. c. 33. v 19. in Paraphrasi Ionathanis dicitur, quod cochlea concham hanc incolens simillilima fit cochleae terrestri. Uti testatir Bellonius, qui Cochleas purpurarisas adhuc… … Hofmann J. Lexicon universale
NEXUS — συμπλοκαὶ in lucta in genere; inprimis in pancratio; soli enim pancratiastae nexus humi implicabant et explicabant, quod optime calluisse Antaeum, cui cum Hercule aliquando res erat, refert Solinus c. 27. τρόπους χαμαὶ huiusmodi luctandi modos… … Hofmann J. Lexicon universale
βιογόνο — το 1. κάτι το οποίο γεννά ή επιτρέπει τη ζωή 2. καθένα από τα χημικά στοιχεία που μετέχουν στη σύνθεση της ζώσας ύλης, φυτικής ή ζωικής … Dictionary of Greek
καταβολισμός — Σύνολο διαδικασιών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στα ζωντανά κύτταρα, με σκοπό την κινητοποίηση των αποθηκευμένων εφεδρικών ουσιών (κυρίως γλυκογόνο και λίπος, σε μικρότερο βαθμό πρωτεΐνες) και την καύση τους προς νερό και διοξείδιο του άνθρακα για… … Dictionary of Greek
κοκκίο — το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) [κόκκος] πολύ μικρός κόκκος νεοελλ. συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκία μικροσκοπικά μόρια τής ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα τού κυττάρου μσν. 1. κουκί 2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα 3. κύβος, ζάρι αρχ.… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
φυσιολογία — Είναι η επιστήμη των φυσιολογικών λειτουργιών των έμβιων όντων. Αντικείμενό της αποτελούν π.χ. η θρέψη, ο μεταβολισμός, η δραστηριότητα των διαφόρων συστημάτων και η εσωτερική οργάνωση των έμβιων όντων, οι αντιδράσεις στις μεταβολές του… … Dictionary of Greek
φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… … Dictionary of Greek
ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek